- ἀπόθεος
- ἀπό-θεος, gottlos, wie ἄϑεος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
απόθεος — ἀπόθεος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μακριά από τους θεούς, που δεν σέβεται τους θεούς … Dictionary of Greek
ἀπόθεα — ἀπόθεος far from the gods neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek